- εφτάλοφος
- -η, -ο(για πόλη)1. επτάλοφος, που έχει ή είναι χτισμένη πάνω σε επτά λόφους ή, γενικότερα, που αναφέρεται σε επτάλοφη πόλη («ω! πόλη, εφτάλοφο όραμα», Παλαμ.)2. (το θηλ. ως κύρ. όν.) η Εφτάλοφος ή Επτάλοφοςπροσωνυμία τής αρχαίας Ρώμης και αργότερα τής Κωνσταντινούπολης.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα-* + λόφος].
Dictionary of Greek. 2013.